- προσκακοπαθώ
- -έω, ΜΑ [κακοπαθῶ]υφίσταμαι και άλλες κακοπάθειες ή ταλαιπωρίες, πάσχω επί πλέον («διῆγον... οἱ ἄνδρες τῇ φυλακῇ προσκακοπαθοῡντες», Μηναί.)αρχ.συμπάσχω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκακοπαθῶ — πρόσ κακοπαθέω to be in ill plight pres subj act 1st sg (attic epic doric) πρόσ κακοπαθέω to be in ill plight pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)